20 του Σεπτέμβρη του 1957
Δώσανε στον άνθρωπό να πιει νερό.
Μια σταγόνα ήρθε να σταθεί κάτω από τα χείλη του.
Ήταν η στιγμή που τα μάτια του άνοιξαν.
Στην αρχή όλα θολά και ξέμακρα . Μέσα από την καταχνιά προσπαθούσε να δει το βάθος.
Ήθελε να σηκωθεί πια. Να πεζέψει και πάλι τ, άλογο του και να χαθεί στο απέραντο δάσος.
Ο χειμώνας στην πιο άγρια στιγμή του.
Το κρύο πολύ, μα και την θέληση του να φτάσει ως εκεί, δεν την πάγωνε η χειμωνιά.
Ο προορισμός.
Η μόνη ζεστή φωλιά μέσα του, αυτό που χρόνια ποθούσε.
Να φτάσει ως εκεί.
Μετά από τόσα χρόνια , δεν τον έμελλε τι θα βρει, πόσα και πόσα θα έχουν αλλάξει, θα έχουν χαθεί.
Το μόνο που ήθελε ήταν να φτάσει ως εκεί.
Το είχε μηνύσει . θα ΄ναι παραμονή Χριστουγέννων της χρόνιας που τρέχει σαν θα φτάσω. Μετά από τόσα χρόνια......
Σήκωσε αργά το χέρι του . Με το δάχτυλο του σκόρπισε την σταγόνα στο πιγούνι του, και πριν τα γκέμια του αλόγου του τραβήξει, η δροσιά μιας μικρής σταγόνας που ήθελε να χαθεί στο κρύο πρόσωπα του, δεν χάθηκε.
Κάλεσε και άλλες σταγόνες συντροφιά της.
Η βροχή αργή και σιγανή τώρα κεντούσε το πρόσωπο του , λες και ήθελε να ζωγραφίσει την αγωνία που σκλάβωνε την μορφή του.
Είχε πια καβαλήσει στ, άλογο του .
Με το ένα χέρι ψιλά να αποχαιρετά και με το άλλο να τραβά δυνατά τα γκέμια .
Βροχή τώρα πια, μαστιγώνει το κορμί του και ο ξερός αέρας παγώνει στο πρόσωπο του, την αγωνία του πηγεμού.
Τώρα πια η κάθε σταγόνα πονούσε σαν έσκαγε επάνω του.
Μα πιο πολύ πονούσε η αγωνία .
Το ποτάμι σε λίγο θα φουσκώσει . Πρέπει να περάσει πριν είναι αργά.
Να αποκάμει δεν πρόφταινε . Πλησίαζε τα χέρια του όσο πιο κοντά μπορούσε στα ρουθούνια του αλόγου που ξεφυσούσαν ζεστό αέρα από τα σωθικά του.
Μα και το ποτάμι να περνούσε η νύχτα θα τον έχει πια προφτάσει.
Οι λύκοι αρχίζουν το τραγούδι τους και τα νυχτοπούλια πετάγονται μπροστά του σαν αόρατες αστραπές.
Τώρα τα κλαδιά από τα δένδρα μαστιγώνουν ότι βρουν από το κορμί του, στην κατασκότεινη νύχτα.
Μα πρέπει να αντέξει ως την αυγή.
Κι όσο ξυπνούν μέσα του τα αιώνια θέλω του, τόσο δαιμόνια γίνονται, που κρατούν την νύχτα γερά μην την πάρει το φως της μέρας και χαθεί.
Τώρα πια δεν κρυώνει, δεν πονά, δεν σκιάζεται, ούτε και νιώθει πια αν θα φτάσει ή δεν θα φτάσει. Όλη του η σκέψη έχει πια κατακάτσει σε δυο μάτια που κάποτε είχε αφήσει να τον αποχαιρετούν υγρά και πονεμένα.
Έπρεπε να αντέξει ως της αυγή.
Όλα πέρασαν από μπροστά μας σαν μια στιγμή .
Η αγωνία και ο πόνος μιας ζωής σε μια στιγμή. Μπόρεσε και χώρεσε.
Τώρα ο ήλιος έχε πια ανέβει ψιλά για τα καλά, χορεύει τις ακτίνες του μες τα σύννεφα και παίζει το δικό του κρυφτό με την ζωή.
Τα χρώματα στη γη, διαρκώς να αλλάζουν από τα παιχνίδια του ήλιου με τα σύννεφα.
Καλό ας είναι , να ξεχάσουμε αυτήν την ιστορία και να χαθούμε κι εμείς στα χρώματα της φύσης .
Μιας και κανένας δεν έμαθε ποτέ, κανένας δεν ξέρει να μας πει, αν μετά από τόσα χρόνια έφτασε ποτέ αυτός ο άνθρωπός στον προορισμό του.
Το μόνο που μάθαμε ήταν ότι εκείνη την νύχτα στο καλύβι της προσμονής του, κάπνιζε η καμινάδα.
Αλλά ας μην μιλάμε άλλο γι’ αυτό.
Μια ακόμα ιστορία δίχως τέλος.
Γιατί κανένας προορισμός δεν έχει τέλος.
Όταν στην ζωή σου μαθαίνεις να προχωράς.